κόθορνος

κόθορνος
Υπόδημα που φορούσαν οι ηθοποιοί της αρχαίας τραγωδίας. Επρόκειτο για μια κοντή μπότα που δενόταν μπροστά με κορδόνια και είχε παχύ πέλμα, ώστε να προσδίδει μεγαλύτερο ανάστημα στον υποκριτή. Στον κ. –του οποίου η εισαγωγή στο αρχαίο ελληνικό θέατρο αποδίδεται στον Αισχύλο– το πάχος των πελμάτων αυξανόταν διαρκώς και ποίκιλλε ακόμα και στο ίδιο δραματικό έργο, ανάλογα με τον ρόλο και την κοινωνική θέση των προσώπων. Οι ηθοποιοί του ρωμαϊκού θεάτρου φορούσαν ψηλότερους και βαρύτερους κ.
* * *
ο (AM κόθορνος)
1. είδος υψηλών βαριών υποδημάτων με παχύτατο πέλμα τα οποία φορούσαν οι υποκριτές τής αρχαίας τραγωδίας για να φαίνονται ψηλότεροι από τους κοινούς ανθρώπους
2. μτφ. άνθρωπος ευμετάβλητος και αναποφάσιστος
αρχ.
προσωνυμία τού Θηραμένους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται ίσως για λ. λυδικής προελεύσεως. Επειδή ο κόθορνος μπορούσε να φορεθεί είτε στο δεξιό είτε στο αριστερό πόδι, η λ. πήρε τη μτφ. σημ. «ευμετάβλητος, αναποφάσιστος»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κόθορνος — buskin masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόθορνος — ο παπούτσι με παχύτατο πέλμα που φορούνταν από τους υποκριτές της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κοθόρνω — κόθορνος buskin masc nom/voc/acc dual κόθορνος buskin masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Котурн — (Κόθορνος) высокие сандалии, носившиеся древнегреческими трагическими актерами для большей величественности и увеличения роста. К. надевался одинаково удобно на обе ноги, вследствие чего применялся и как прозвание для политических индифферентов… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • κοθόρνοις — κόθορνος buskin masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοθόρνου — κόθορνος buskin masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοθόρνους — κόθορνος buskin masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοθόρνων — κόθορνος buskin masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοθόρνῳ — κόθορνος buskin masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόθορνοι — κόθορνος buskin masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”